Definify.com
Definition 2025
απαγόρευση
απαγόρευση
Greek
Noun
απαγόρευση • (apagórefsi) f (plural απαγορεύσεις)
Declension
declension of απαγόρευση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | απαγόρευση | απαγορεύσεις |
genitive | απαγόρευσης / απαγορεύσεως | απαγορεύσεων |
accusative | απαγόρευση | απαγορεύσεις |
vocative | απαγόρευση | απαγορεύσεις |
Related terms
- απαγόρευση κυκλοφορίας f (apagórefsi kykloforías, “curfew”)
See also
- ποτοαπαγόρευση f (potoapagórefsi, “prohibition of alcohol”)