Definify.com
Definition 2024
απαρχαιώνομαι
απαρχαιώνομαι
Greek
Verb
απαρχαιώνομαι • (aparchaiónomai) (simple past απαρχαιώθηκα, active form απαρχαιώνω, passive)
Conjugation
This verb needs an inflection-table template.
απαρχαιώνομαι • (aparchaiónomai) (simple past απαρχαιώθηκα, active form απαρχαιώνω, passive)
This verb needs an inflection-table template.