Definify.com
Definition 2025
αποδεικνύομαι
αποδεικνύομαι
Greek
Alternative forms
- (rare) αποδείχνομαι (apodeíchnomai)
Verb
αποδεικνύομαι • (apodeiknýomai) (simple past αποδείχθηκα or αποδείχτηκα, active form αποδεικνύω, passive)
- be proved to be
- be demonstrate
Conjugation
This verb needs an inflection-table template.