Definify.com

Definition 2024


αποδοχή

αποδοχή

Greek

Noun

αποδοχή (apodochí) f (plural αποδοχές)

  1. acceptance

Declension

Related terms

  • αποδέκτης (apodéktis)
  • αποδεκτός (apodektós)
  • αποδέκτρια (apodéktria)
  • αποδέχομαι (apodéchomai)
  • αποδοχές f, pl (apodochés, salary)
  • αποδοχούλα (apodochoúla)