Definify.com
Definition 2025
αποκερματισμός
αποκερματισμός
Greek
Noun
αποκερματισμός • (apokermatismós) f (plural αποκερματισμοί)
Declension
declension of αποκερματισμός
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | αποκερματισμός | αποκερματισμοί |
| genitive | αποκερματισμού | αποκερματισμών |
| accusative | αποκερματισμό | αποκερματισμούς |
| vocative | αποκερματισμός | αποκερματισμοί |