Definify.com
Definition 2024
αποκεφαλισμός
αποκεφαλισμός
Greek
Noun
αποκεφαλισμός • (apokefalismós) m (plural αποκεφαλισμοί)
- beheading
- (figuratively) removal of a leadership
Declension
declension of αποκεφαλισμός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αποκεφαλισμός | αποκεφαλισμοί |
genitive | αποκεφαλισμού | αποκεφαλισμών |
accusative | αποκεφαλισμό | αποκεφαλισμούς |
vocative | αποκεφαλισμέ | αποκεφαλισμοί |
Synonyms
- (actual and figurative): καρατόμηση f (karatómisi)