Definify.com
Definition 2025
αποκρυπτογράφηση
αποκρυπτογράφηση
Greek
Noun
αποκρυπτογράφηση • (apokryptográfisi) f (plural αποκρυπτογραφήσεις)
Declension
declension of αποκρυπτογράφηση
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | αποκρυπτογράφηση | αποκρυπτογραφήσεις |
| genitive | αποκρυπτογράφησης / αποκρυπτογραφήσεως | αποκρυπτογραφήσεων |
| accusative | αποκρυπτογράφηση | αποκρυπτογραφήσεις |
| vocative | αποκρυπτογράφηση | αποκρυπτογραφήσεις |
Related terms
- αποκρυπτογραφώ (apokryptografó, “to decypher”)