Definify.com

Definition 2024


απορία

απορία

See also: ἀπορία

Greek

Noun

απορία (aporía) f (plural απορίες)

  1. question, wonder
    Να ζει κανείς ή να μη ζει: Ιδού η απορία.
    Na zei kaneís í na mi zei: Idoú i aporía.
    To be or not to be: That is the question.
  2. destitution, pauperism
    επίδομα απορίαςepídoma aporías ― destitution support
  3. (philosophy) aporia

Declension

Related terms

  • άπορος (áporos, destitute)
  • άπορος m (áporos, pauper)
  • απορώ (aporó, to wonder)