Definify.com
Definition 2025
αποτελείται
αποτελείται
Greek
Verb
αποτελείται • (apoteleítai)
- third-person singular present of αποτελούμαι (apoteloúmai)
- Η ατμόσφαιρα της Γης αποτελείται κατά 21% από οξυγόνο. (The atmosphere of the Earth consists of 21% oxygen.)