Definify.com
Definition 2024
αποτελειώνω
αποτελειώνω
Greek
Verb
αποτελειώνω • (apoteleióno) (simple past αποτελείωσα or αποτέλειωσα)
Conjugation
This verb needs an inflection-table template.
αποτελειώνω • (apoteleióno) (simple past αποτελείωσα or αποτέλειωσα)
This verb needs an inflection-table template.