Definify.com
Definition 2024
απόσταση
απόσταση
Greek
Noun
απόσταση • (apóstasi) f (plural αποστάσεις)
- distance (between two points)
- length (distance between the ends of an object)
- duration (time between the start and finish of an event)
Declension
declension of απόσταση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | απόσταση | αποστάσεις |
genitive | απόστασης / αποστάσεως | αποστάσεων |
accusative | απόσταση | αποστάσεις |
vocative | απόσταση | αποστάσεις |