Definify.com

Definition 2024


αράχνη

αράχνη

See also: ἀράχνη

Greek

Noun

αράχνη (aráchni) f (plural αράχνες)

  1. spider (arthropod)
  2. spiderweb

Declension

Related terms

  • αραχνιάζω (arachniázo, to be covered with spiders' webs)
  • αράχνιασμα n (aráchniasma, web making)
  • αραχνοειδής (arachnoeidís, weblike)
  • άραχνος (árachnos, unfortunate, seedy)
  • αραχνοΰφαντος (arachnoÿ́fantos, weblike, diaphanous)