Definify.com

Definition 2024


αρχιμανδρίτης

αρχιμανδρίτης

Greek

Noun

αρχιμανδρίτης (archimandrítis) m (plural αρχιμανδρίτες)

  1. (religion) archimandrite (prior, abbot in the Orthodox Church)

Declension