Definify.com
Definition 2024
αρχιμανδρίτης
αρχιμανδρίτης
See also: ἀρχιμανδρίτης
Greek
Noun
αρχιμανδρίτης • (archimandrítis) m (plural αρχιμανδρίτες)
- (religion) archimandrite (prior, abbot in the Orthodox Church)
Declension
declension of αρχιμανδρίτης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αρχιμανδρίτης | αρχιμανδρίτες |
genitive | αρχιμανδρίτη | αρχιμανδριτών |
accusative | αρχιμανδρίτη | αρχιμανδρίτες |
vocative | αρχιμανδρίτη | αρχιμανδρίτες |