Definify.com
Definition 2024
ασθενοφόρο
ασθενοφόρο
Greek
Noun
ασθενοφόρο • (asthenofóro) n (plural ασθενοφόρα)
Declension
declension of ασθενοφόρο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ασθενοφόρο | ασθενοφόρα |
genitive | ασθενοφόρου | ασθενοφόρων |
accusative | ασθενοφόρο | ασθενοφόρα |
vocative | ασθενοφόρο | ασθενοφόρα |