Definify.com
Definition 2024
ασπάλακας
ασπάλακας
Greek
Noun
ασπάλακας • (aspálakas) m (plural ασπάλακες)
Declension
declension of ασπάλακας
Synonyms
- (colloquial) τυφλοπόντικας m (tyflopóntikas)
ασπάλακας • (aspálakas) m (plural ασπάλακες)