Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2025
ασπιρίνη
ασπιρίνη
Greek
Noun
ασπιρίνη
•
(
aspiríni
)
f
(
plural
ασπιρίνες
)
(
medicine
)
aspirin
(analgesic)
Declension
declension of
ασπιρίνη
singular
plural
nominative
ασπιρίνη
ασπιρίνες
genitive
ασπιρίνης
ασπιρινών
accusative
ασπιρίνη
ασπιρίνες
vocative
ασπιρίνη
ασπιρίνες
the genitive plural form
ασπιρίνων
is common
Similar Results