Definify.com
Definition 2025
αστιγματισμός
αστιγματισμός
Greek
Noun
αστιγματισμός • (astigmatismós) m (plural αστιγματισμοί)
- (optics, pathology) astigmatism
Declension
declension of αστιγματισμός
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | αστιγματισμός | αστιγματισμοί |
| genitive | αστιγματισμού | αστιγματισμών |
| accusative | αστιγματισμό | αστιγματισμούς |
| vocative | αστιγματισμέ | αστιγματισμοί |