Definify.com
Definition 2024
αστυνομία
αστυνομία
Greek
Noun
αστυνομία • (astynomía) f (plural αστυνομίες)
Declension
declension of αστυνομία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αστυνομία | αστυνομίες |
genitive | αστυνομίας | αστυνομιών |
accusative | αστυνομία | αστυνομίες |
vocative | αστυνομία | αστυνομίες |
Related terms
- αστυφύλακας m (astyfýlakas, “police officer”)