Definify.com
Definition 2025
αυτοκανιβαλισμός
αυτοκανιβαλισμός
Greek
Noun
αυτοκανιβαλισμός • (aftokanivalismós) m (plural αυτοκανιβαλισμοί)
Declension
declension of αυτοκανιβαλισμός
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | αυτοκανιβαλισμός | αυτοκανιβαλισμοί |
| genitive | αυτοκανιβαλισμού | αυτοκανιβαλισμών |
| accusative | αυτοκανιβαλισμό | αυτοκανιβαλισμούς |
| vocative | αυτοκανιβαλισμέ | αυτοκανιβαλισμοί |