Definify.com
Definition 2025
αυτοκινητόδρομος
αυτοκινητόδρομος
Greek
Noun
αυτοκινητόδρομος • (aftokinitódromos) m (plural αυτοκινητόδρομοι)
Declension
declension of αυτοκινητόδρομος
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | αυτοκινητόδρομος | αυτοκινητόδρομοι |
| genitive | αυτοκινητοδρόμου | αυτοκινητοδρόμων |
| accusative | αυτοκινητόδρομο | αυτοκινητοδρόμους |
| vocative | αυτοκινητόδρομε | αυτοκινητόδρομοι |
External links
-
αυτοκινητόδρομος on the Greek Wikipedia.Wikipedia el