Definify.com
Definition 2025
αυτοκρατόρισσα
αυτοκρατόρισσα
Greek
Noun
αυτοκρατόρισσα • (aftokratórissa) f (plural αυτοκρατόρισσες, masculine αυτοκράτορας)
Declension
declension of αυτοκρατόρισσα
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | αυτοκρατόρισσα | αυτοκρατόρισσες |
| genitive | αυτοκρατόρισσας | αυτοκρατορισσών |
| accusative | αυτοκρατόρισσα | αυτοκρατόρισσες |
| vocative | αυτοκρατόρισσα | αυτοκρατόρισσες |
Synonyms
- αυτοκράτειρα f (aftokráteira)