Definify.com
Definition 2024
αφρώδες_κρασί
αφρώδες κρασί
Greek
Noun
αφρώδες κρασί • (afródes krasí) m (plural αφρώδη κρασιά)
Declension
Synonyms
- αφρώδης οίνος m (afródis oínos)
See also
- σαμπάνια f (sampánia, “champagne”)
αφρώδες κρασί • (afródes krasí) m (plural αφρώδη κρασιά)