Definify.com
Definition 2025
βατταλογέω
βατταλογέω
See also: βαττολογέω
Ancient Greek
- (4th AD Koine) IPA(key): /βat̚taloɣéo/
- (10th AD Byzantine) IPA(key): /vat̚taloʝéo/
- (15th AD Constantinopolitan) IPA(key): /vataloʝéo/
Verb
βατταλογέω • (battalogéō)
- I stammer
- I speak idly
- Matthew 6:7
- Προσευχόµενοι δὲ µὴ βατταλογήσητε ὥσπερ οἱ ἐθνικοί, δοκοῦσιν γὰρ ὅτι ἐν τῇ πολυλογίᾳ αὐτῶν εἰσακουσθήσονται.
- And when you pray, do not babble as the Gentiles do, thinking they will be heard in their verbosity.
- Προσευχόµενοι δὲ µὴ βατταλογήσητε ὥσπερ οἱ ἐθνικοί, δοκοῦσιν γὰρ ὅτι ἐν τῇ πολυλογίᾳ αὐτῶν εἰσακουσθήσονται.
- Matthew 6:7