Definify.com
Definition 2024
βλέφαρο
βλέφαρο
Greek
Noun
βλέφαρο • (vléfaro) n (plural βλέφαρα)
Declension
declension of βλέφαρο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | βλέφαρο | βλέφαρα |
genitive | βλεφάρου | βλεφάρων |
accusative | βλέφαρο | βλέφαρα |
vocative | βλέφαρο | βλέφαρα |
Synonyms
- ματόφυλλο n (matófyllo)
Related terms
See also
- μάτι n (máti, “eye”)