Definify.com
Definition 2024
βουνό
βουνό
Greek
Noun
βουνό • (vounó) n (plural βουνά)
- mountain
- Το όρος Έβερεστ είναι το ψηλότερο βουνό της οροσειράς των Ιμαλαΐων.
- To óros Éverest eínai to psilótero vounó tis oroseirás ton Imalaḯon.
- Mount Everest is the highest mountain in the Himalayan massif.
- Το όρος Έβερεστ είναι το ψηλότερο βουνό της οροσειράς των Ιμαλαΐων.
- mountainous countryside
- (figuratively) heavy workload, mountain of work
Usage notes
- Βουνό is more typically used as a general term for a mountain, than in its name when its synonym όρος might be used.
Declension
declension of βουνό
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | βουνό | βουνά |
genitive | βουνού | βουνών |
accusative | βουνό | βουνά |
vocative | βουνό | βουνά |
Related terms
- βουνάκι n (vounáki, “hill”)
- βουνήσιος (vounísios, “mountain”, adjective)
- βουνί n (vouní, “hill, hillock”)
- βουνοσειρά f (vounoseirá, “mountain range”)
- βουνοκορφή f (vounokorfí, “mountain summit”)
- βουνοπλαγιά f (vounoplagiá, “mountainside”)
Synonyms
- όρος n (óros)