Definify.com
Definition 2024
βούληση
βούληση
Greek
Noun
βούληση • (voúlisi) f (plural βουλήσεις)
Declension
declension of βούληση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | βούληση | βουλήσεις |
genitive | βούλησης / βουλήσεως | βουλήσεων |
accusative | βούληση | βουλήσεις |
vocative | βούληση | βουλήσεις |