Definify.com
Definition 2024
βρεφοκομείο
βρεφοκομείο
Greek
Noun
βρεφοκομείο • (vrefokomeío) n (plural βρεφοκομεία)
- (medicine) foundling hospital (hospital and care facility for babies that have been abandoned by their mothers)
- Ο Γιάννης πέρασε τα πρώτα του χρόνια σ' ένα βρεφοκομείο. ― O Giánnis pérase ta próta tou chrónia s' éna vrefokomeío. ― Giannis spent his first years in a foundling hospital.
Declension
declension of βρεφοκομείο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | βρεφοκομείο | βρεφοκομεία |
genitive | βρεφοκομείου | βρεφοκομείων |
accusative | βρεφοκομείο | βρεφοκομεία |
vocative | βρεφοκομείο | βρεφοκομεία |
Synonyms
- ορφανοτροφείο n (orfanotrofeío, “orphanage”)
Related terms
- έκθετο n (éktheto, “foundling”)
Derived terms
- βρεφοκομία f (vrefokomía, “infant care, baby nursing”)
- βρεφοκόμος m, f (vrefokómos, “baby nurse”)
- βρεφοκομώ (vrefokomó, “to nurse babies”)