Definify.com

Definition 2024


γαϊδουράκι

γαϊδουράκι

Greek

Noun

γαϊδουράκι (gaïdouráki) n (plural γαϊδουράκια)

  1. diminutive of γαϊδούρι (gaïdoúri)
  2. diminutive of γάιδαρος (gáidaros)

Declension