Definify.com
Definition 2025
γεμιστήρας
γεμιστήρας
Greek
Alternative forms
- γεμιστήρα f (gemistíra)
Noun
γεμιστήρας • (gemistíras) m (plural γεμιστήρες)
Declension
declension of γεμιστήρας
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | γεμιστήρας | γεμιστήρες |
genitive | γεμιστήρα | γεμιστήρων |
accusative | γεμιστήρα | γεμιστήρες |
vocative | γεμιστήρα | γεμιστήρες |