Definify.com
Definition 2024
γλιτώνω
γλιτώνω
Greek
Verb
γλιτώνω • (glitóno) (simple past γλύτωσα)
- (intransitive) get away from, avoid (danger or peril)
- Η γυναίκα γλύτωσε από τον άντρα τής που την έδερνε. ― I gynaíka glýtose apó ton ántra tís pou tin éderne. ― The woman got away from her husband who beat her.
- (intransitive) survive
- Κανείς δε γλύτωσε από το δυστύχημα. ― Kaneís de glýtose apó to dystýchima. ― Nobody survived the accident.
- (transitive) save (money or time)
- Άμα πας έτσι, θα γλυτώσεις χρόνο. ― Áma pas étsi, tha glytóseis chróno. ― If you go that way, you'll save time.
- (transitive) save (from danger or peril)
- Την γλύτωσε από τη θάλασσα ― Tin glýtose apó ti thálassa ― He saved her from the sea.
Conjugation
γλυτώνω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | γλυτώνω | γλύτωνα | θα γλυτώνω | να γλυτώνω | |
2s | γλυτώνεις | γλύτωνες | θα γλυτώνεις | να γλυτώνεις | γλύτωνε |
3s | γλυτώνει | γλύτωνε | θα γλυτώνει | να γλυτώνει | |
1p | γλυτώνουμε, γλυτώνομε | γλυτώναμε | θα γλυτώνουμε, γλυτώνομε | να γλυτώνουμε, γλυτώνομε | |
2p | γλυτώνετε | γλυτώνατε | θα γλυτώνετε | να γλυτώνετε | γλυτώνετε |
3p | γλυτώνουν, γλυτώνουνε | γλύτωναν, γλυτώναν, γλυτώνανε | θα γλυτώνουν, γλυτώνουνε | να γλυτώνουν, γλυτώνουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | γλυτώσω | γλύτωσα | θα γλυτώσω | να γλυτώσω | |
2s | γλυτώσεις | γλύτωσες | θα γλυτώσεις | να γλυτώσεις | γλύτωσε |
3s | γλυτώσει | γλύτωσε | θα γλυτώσει | να γλυτώσει | |
1p | γλυτώσουμε, γλυτώσομε | γλυτώσαμε | θα γλυτώσουμε, γλυτώσομε | να γλυτώσουμε, γλυτώσομε | |
2p | γλυτώσετε | γλυτώσατε | θα γλυτώσετε | να γλυτώσετε | γλυτώστε, γλυτώσετε |
3p | γλυτώσουν, γλυτώσουνε | γλύτωσαν, γλυτώσαν, γλυτώσανε | θα γλυτώσουν, γλυτώσουνε | να γλυτώσουν, γλυτώσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω γλυτώσει | είχα γλυτώσει | θα έχω γλυτώσει | να έχω γλυτώσει | |
2s | έχεις γλυτώσει | είχες γλυτώσει | θα έχεις γλυτώσει | να έχεις γλυτώσει | έχε γλυτωμένο |
3s | έχει γλυτώσει | είχε γλυτώσει | θα έχει γλυτώσει | να έχει γλυτώσει | |
1p | έχουμε γλυτώσει | είχαμε γλυτώσει | θα έχουμε γλυτώσει | να έχουμε γλυτώσει | |
2p | έχετε γλυτώσει | είχατε γλυτώσει | θα έχετε γλυτώσει | να έχετε γλυτώσει | έχετε γλυτωμένο |
3p | έχουν γλυτώσει | είχαν γλυτώσει | θα έχουν γλυτώσει | να έχουν γλυτώσει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) γλυτωμένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) γλυτωμένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) γλυτωμένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) γλυτωμένο | ||||
Participle: | γλυτώνοντας | Non-finite ‡ | γλυτώσει | 3, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
Synonyms
- (get away from, avoid): απαλλάσσομαι (apallássomai)
- (survive): επιζώ (epizó)
- (save): σώζω (sózo)