Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
γονίδιο
γονίδιο
Greek
Noun
γονίδιο
•
(
gonídio
)
n
(
plural
γονίδια
)
(
biology
,
genetics
)
gene
(unit of heredity)
Declension
declension of
γονίδιο
singular
plural
nominative
γονίδιο
γονίδια
genitive
γονιδίου
γονιδίων
accusative
γονίδιο
γονίδια
vocative
γονίδιο
γονίδια
Similar Results