Definify.com
Definition 2024
γραμμ.
γραμμ.
Greek
Adjective
γραμμ. • (gramm.)
- Abbreviation of γραμματικός (grammatikós): grammatical
Noun
γραμμ. • (gramm.) (m)
- Abbreviation of γραμματικός (grammatikós): grammar
γραμμ. • (gramm.)
γραμμ. • (gramm.) (m)