Definify.com
Definition 2025
γραφείο
γραφείο
Greek
Noun
γραφείο • (grafeío) n (plural γραφεία)
Declension
declension of γραφείο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | γραφείο | γραφεία |
genitive | γραφείου | γραφείων |
accusative | γραφείο | γραφεία |
vocative | γραφείο | γραφεία |
Related terms
- see: γραφή f (grafí, “writing”)