Definify.com
Definition 2024
δηλητήριος
δηλητήριος
Ancient Greek
Adjective
δηλητήρῐος • (dēlētḗrios) m, f (neuter δηλητήρῐον); second declension
Inflection
Second declension of δηλητήρῐος, δηλητήρῐον
Number | Singular | Dual | Plural | |||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Case / Gender | Masculine / Feminine | Neuter | Masculine / Feminine | Neuter | Masculine / Feminine | Neuter | ||||||
Nominative | δηλητήρῐος | δηλητήρῐον | δηλητηρῐ́ω | δηλητηρῐ́ω | δηλητήρῐοι | δηλητήρῐα | ||||||
Genitive | δηλητηρῐ́ου | δηλητηρῐ́ου | δηλητηρῐ́οιν | δηλητηρῐ́οιν | δηλητηρῐ́ων | δηλητηρῐ́ων | ||||||
Dative | δηλητηρῐ́ῳ | δηλητηρῐ́ῳ | δηλητηρῐ́οιν | δηλητηρῐ́οιν | δηλητηρῐ́οις | δηλητηρῐ́οις | ||||||
Accusative | δηλητήρῐον | δηλητήρῐον | δηλητηρῐ́ω | δηλητηρῐ́ω | δηλητηρῐ́ους | δηλητήρῐα | ||||||
Vocative | δηλητήρῐε | δηλητήρῐον | δηλητηρῐ́ω | δηλητηρῐ́ω | δηλητήρῐοι | δηλητήρῐα | ||||||
Derived terms
- δηλητήρῐον (dēlētḗrion)
- δηλητήρῐώδης (dēlētḗriṓdēs)
Descendants
- English: deleterious
- Greek: δηλητήριο (dilitírio)
- Italian: deleterio
- Spanish: deletéreo
References
- δηλητήριος in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
- «δηλητήριος» in Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français, Paris: Hachette
- «δηλητήριος» in the Diccionario Griego–Español en línea (© 2006–2016)