Definify.com
Definition 2024
δημιούργημα
δημιούργημα
Greek
Noun
δημιούργημα • (dimioúrgima) n (plural δημιουργήματα)
- creation (the act of creation or the thing created)
Declension
declension of δημιούργημα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | δημιούργημα | δημιουργήματα |
genitive | δημιουργήματος | δημιουργημάτων |
accusative | δημιούργημα | δημιουργήματα |
vocative | δημιούργημα | δημιουργήματα |