Definify.com
Definition 2025
δημοσκόπηση
δημοσκόπηση
Greek
Noun
δημοσκόπηση • (dimoskópisi) f (plural δημοσκοπήσεις)
Declension
declension of δημοσκόπηση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | δημοσκόπηση | δημοσκοπήσεις |
genitive | δημοσκόπησης / δημοσκοπήσεως | δημοσκοπήσεων |
accusative | δημοσκόπηση | δημοσκοπήσεις |
vocative | δημοσκόπηση | δημοσκοπήσεις |