Definify.com

Definition 2024


δημόσιοι_υπάλληλοι

δημόσιοι υπάλληλοι

Greek

Noun

δημόσιοι υπάλληλοι (dimósioi ypálliloi) m, f

  1. Plural form of δημόσιος υπάλληλος (dimósios ypállilos).