Definify.com
Definition 2025
διάρθρωση
διάρθρωση
Greek
Noun
διάρθρωση • (diárthrosi) f (plural διαρθρώσεις)
- structure, layout (how parts of a whole are arranged)
- μοριακή δομή (molecular structure)
- δομή των κυττάρων (cell structure)
- conformation
Declension
declension of διάρθρωση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | διάρθρωση | διαρθρώσεις |
genitive | διάρθρωσης / διαρθρώσεως | διαρθρώσεων |
accusative | διάρθρωση | διαρθρώσεις |
vocative | διάρθρωση | διαρθρώσεις |
Synonyms
- (conformation): διαμόρφωση f (diamórfosi)
- (layout): διάταξη f (diátaxi)