Definify.com
Definition 2025
διήθηση
διήθηση
Greek
Noun
διήθηση • (diíthisi) f (plural διηθήσεις)
Declension
declension of διήθηση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | διήθηση | διηθήσεις |
genitive | διήθησης / διηθήσεως | διηθήσεων |
accusative | διήθηση | διηθήσεις |
vocative | διήθηση | διηθήσεις |