Definify.com
Definition 2025
διαολοκόριτσο
διαολοκόριτσο
Greek
Noun
διαολοκόριτσο • (diaolokóritso) n (plural διαολοκόριτσα)
- Alternative form of διαβολοκόριτσο (diavolokóritso)
Declension
declension of διαολοκόριτσο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | διαολοκόριτσο | διαολοκόριτσα |
genitive | διαολοκόριτσου | διαολοκόριτσων |
accusative | διαολοκόριτσο | διαολοκόριτσα |
vocative | διαολοκόριτσο | διαολοκόριτσα |