Definify.com

Definition 2024


διαστημόπλοιο

διαστημόπλοιο

Greek

Noun

διαστημόπλοιο (diastimóploio) n (plural διαστημόπλοια)

  1. spaceship

Declension

Related terms

  • αστροναύτης m (astronáftis, astronaut, spaceman)
  • διαστημάνθρωπος m (diastimánthropos, astronaut, spaceman)