Definify.com
Definition 2025
διασύνδεση
διασύνδεση
Greek
Noun
διασύνδεση • (diasýndesi) f (plural διασυνδέσεις)
Declension
declension of διασύνδεση
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | διασύνδεση | διασυνδέσεις |
| genitive | διασύνδεσης / διασυνδέσεως | διασυνδέσεων |
| accusative | διασύνδεση | διασυνδέσεις |
| vocative | διασύνδεση | διασυνδέσεις |
Synonyms
- (interface): διεπαφή f (diepafí)
- (interface): διεπιφάνεια f (diepifáneia)