Definify.com
Definition 2024
διευθυντής
διευθυντής
Greek
Noun
διευθυντής • (diefthyntís) m (plural διευθυντές, feminine διευθύντρια)
Declension
declension of διευθυντής
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | διευθυντής | διευθυντές |
genitive | διευθυντή | διευθυντών |
accusative | διευθυντή | διευθυντές |
vocative | διευθυντή | διευθυντές |
Synonyms
- μάνατζερ m f (mánatzer)
Related terms
- see: διευθύνω (diefthýno, “to manage, to organise”)