Definify.com
Definition 2024
διεύθυνση
διεύθυνση
Greek
Noun
διεύθυνση • (diéfthynsi) f (plural διευθύνσεις)
- management, direction, organisation (of business, organisation, etc)
- home address, abode
- direction of travel
Declension
declension of διεύθυνση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | διεύθυνση | διευθύνσεις |
genitive | διεύθυνσης / διευθύνσεως | διευθύνσεων |
accusative | διεύθυνση | διευθύνσεις |
vocative | διεύθυνση | διευθύνσεις |
Related terms
- see: διευθύνω (diefthýno, “to manage, to organise”)