Definify.com

Definition 2024


δικαιαδίκους

δικαιαδίκους

Ancient Greek

Adjective

δικαιαδίκους (dikaiadíkous)

  1. plural masculine accusative of δικαιάδικος (dikaiádikos)
  2. plural feminine accusative of δικαιάδικος (dikaiádikos)