Definify.com
Definition 2024
δορυφόρος
δορυφόρος
Greek
Noun
δορυφόρος • (doryfóros) m (plural δορυφόροι)
Declension
declension of δορυφόρος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | δορυφόρος | δορυφόροι |
genitive | δορυφόρου | δορυφόρων |
accusative | δορυφόρο | δορυφόρους |
vocative | δορυφόρε | δορυφόροι |