Definify.com
Definition 2025
δραματοποίηση
δραματοποίηση
Greek
Noun
δραματοποίηση • (dramatopoíisi) f (plural δραματοποιήσεις)
- dramatisation (UK):, dramatization (US):
- (figuratively) exaggerated representation
Declension
declension of δραματοποίηση
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | δραματοποίηση | δραματοποιήσεις |
| genitive | δραματοποίησης / δραματοποιήσεως | δραματοποιήσεων |
| accusative | δραματοποίηση | δραματοποιήσεις |
| vocative | δραματοποίηση | δραματοποιήσεις |
Related terms
- δράμα n (dráma, “drama”)