Definify.com
Definition 2025
δυφιοαπεικόνιση
δυφιοαπεικόνιση
Greek
Noun
δυφιοαπεικόνιση • (dyfioapeikónisi) f (plural δυφιοαπεικονίσεις)
Declension
declension of δυφιοαπεικόνιση
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | δυφιοαπεικόνιση | δυφιοαπεικονίσεις |
| genitive | δυφιοαπεικόνισης / δυφιοαπεικονίσεως | δυφιοαπεικονίσεων |
| accusative | δυφιοαπεικόνιση | δυφιοαπεικονίσεις |
| vocative | δυφιοαπεικόνιση | δυφιοαπεικονίσεις |