Definify.com

Definition 2024


δύναμη

δύναμη

Greek

Alternative forms

Noun

δύναμη (dýnami) f (plural δυνάμεις)

  1. power, force, strength, brawn
  2. (military) force
    δύναμη καταδρομών (commando force)
  3. (physics) force
    Η ισχύς ισούται με το γινόμενο της ταχύτητας επί τη δύναμη. (Power equals the velocity multiplied by the force.)

Declension

Synonyms

Related terms