Definify.com
Definition 2024
εγκλιματισμός
εγκλιματισμός
Greek
Noun
εγκλιματισμός • (enklimatismós) m (uncountable)
- (UK) acclimatisation
- (US) acclimation, acclimatization
Declension
declension of εγκλιματισμός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εγκλιματισμός | εγκλιματισμοί |
genitive | εγκλιματισμού | εγκλιματισμών |
accusative | εγκλιματισμό | εγκλιματισμούς |
vocative | εγκλιματισμέ | εγκλιματισμοί |
Related terms
- εγκλιματίζω (enklimatízo, “to acclimatise”)